αγνωμιά
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
και ανεγνωμιά, η άγνωμος
1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός
2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία.