αγοραστής
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
ο (Α ἀγοραστής)
αυτός που αγοράζει κάτι, καταναλωτής, πελάτης
αρχ.
δούλος επιφορτισμένος να κάνει τις αναγκαίες προμήθειες για το σπίτι του κυρίου του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγοράζω.
ΠΑΡ. ἀγοραστικός.