αγρολήπτης

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

ο
γεωργός που καλλιεργεί μισθωμένο κτήμα, καταβάλλοντος ως ενοίκιο ένα προσυμφωνημένο ποσοστό τών παραγόμενων προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγρός + λήπτης < λαμβάνω.
ΠΑΡ. αγροληπτικός, αγροληψία].