αγρότερος

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἀγρός
(για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος.
(II)
ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἄγρα
1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη).