αγωνιώ
From LSJ
αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
Greek Monolingual
(Α ἀγωνιῶ, -άω) ἀγωνία
κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ υπερβολικά, φοβάμαι
νεοελλ.
καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, παιδεύομαι, μοχθώ
αρχ.
αγωνίζομαι με προθυμία και ζήλο, παλεύω, συναγωνίζομαι.