ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
η (Α ἀδημονία) ἀδημονῶ
1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία
2. θλίψη, στενοχώρια.