κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
-η, -ο διαπερνώ
1. αυτός που δεν τον διαπέρασε ή δεν μπορεί να τον διαπεράσει κανείς, αδιάβατος
2. αδιάτρητος
3. στεγανός
4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός·