αδιαπέραστος

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

-η, -ο διαπερνώ
1. αυτός που δεν τον διαπέρασε ή δεν μπορεί να τον διαπεράσει κανείς, αδιάβατος
2. αδιάτρητος
3. στεγανός
4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός·