αδυνατώ

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

(Α ἀδυνατῶ, -έω) ἀδύνατος
βρίσκομαι σε αδυναμία να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος
νεοελλ.
αδυνατίζω
αρχ.
1. (για πρόσωπα) είμαι αδύναμος, ανίσχυρος, ανίκανος
2. (για πράγματα) είμαι ακατόρθωτος, απραγματοποίητος.