αεροδρόμιο

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

το
σύνολο κατασκευών και εγκαταστάσεων που εξυπηρετεί την προσγείωση και απογείωση αεροσκαφών, όχι όμως κατ' ανάγκη και στη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων
αερολιμένας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές, πρβλ. αγγλ. aerodrome < αέρας + δρόμος ή αεροδρόμος, λ. της Αρχ. Ελλην.].