αερολόγος

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

ο
όποιος λέει «λόγια του αέρα», φλύαρος, φαφλατάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. αερολογία, αερολογώ].