αθόρυβος

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθόρυβος, -ον) θόρυβος
αυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχος
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται.