τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
αἱμόδιψος, -ον (Α)ο αιμοδιψής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + δίψα.ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία].