αιρεσιάρχης

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source

Greek Monolingual

ο (Α αἱρεσιάρχης)
(νεοελλ.-μσν.) αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως
αρχ.
αρχηγός σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία καθώς και στην Ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἵρεσις + -αρχης < ἄρχω
ΠΑΡ. μσν. αἱρεσιαρχῶ
νεοελλ.
αιρεσιαρχία, αιρεσιαρχικός].