ακάπνιστος
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάπνιστος, -ον) καπνίζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς
«τοίχος ακάπνιστος»
2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός
3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει κανείς ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει γιατί είναι κακή ή ποιότητα τους
4. (για φαγητό) αυτό που δεν έχει πάρει μυρωδιά και γεύση από καπνό
5. (για μέταλλο) «ακάπνιστο ασήμι» — το απύρωτο
6. μτφ. ο ξεμέθυστος, ο νηφάλιος, εκείνος που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο κεφάλι»
7. ενεργ. όποιος δεν βγάζει καπνό
«ακάπνιστο σπίτι» — που δεν βγάζει καπνό το τζάκι του ή γιατί είναι καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή γιατί είναι τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν ούτε φωτιά ν' ανάψουν
αρχ.
αυτός που δεν έχει υποστεί την επήρεια του καπνού για μέλι εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν χωρίς να καπνίσουν το μελίσσι (Στράβ. 400 a).