ακαδημεικός

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

και -ικός, -ή, -όν (Α ἀκαδημεικός) Ἀκαδήμεια
1. ο σχετικός με την Ακαδήμεια, τη φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων
2. ο εκπρόσωπος αυτής της σχολής (βλ. και λήμματα Ακαδήμεια και Ακαδήμεια και Ακαδημεικοί).