ακριτοέπεια

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

η ἀκριτοεπής
το να μιλά κανείς χωρίς κρίση, απερίσκεπτα, ανόητα.