Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
ἀλεεινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που θερμαίνει, ο θερμαντικός
2. θερμός, ζεστός
3. (για τόπο) προσηλιακός, ευήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλέα (ΙΙ) με αναλογική επίδραση επιθ. όπως: φαεινός, ψυχεινός κ.λπ.].