αλογάκι

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

το άλογο
το μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο
2. το ψάρι ιππόκαμπος, αλλ. αλογατάκι.