αλσοδίαιτος

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ζει στα άλση, δασόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλσος + δίαιτα.