αμάζευτος
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
Greek Monolingual
(και αμάζωχτος και αμάζωτος), -η, -ο μαζεύω
αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος
2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος
3. για το σπίτι κυρίως) αυτός που δεν τακτοποιήθηκε, ασυμμάζευτος, ατακτοποίητος
4. αδίπλωτος, ατύλιχτος
5. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν συναθροίστηκε, δεν συγκεντρώθηκε, ο ασυνάθροιστος
β) αυτός που δεν συμμαζεύεται, δεν περιορίζεται, άσωτος, ρέμπελος.