ρέμπελος
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό σώμα, ο αντάρτικος
2. αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτε
3. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί
4. άτακτος, ακατάστατος («ρέμπελο σπίτι»)
5. αυτός που η ηθική του ζωή δεν είναι άμεμπτη («ρέμπελη γυναίκα»)
6. το αρσ. ως ουσ. ο ρέμπελος
επαναστάτης, αντάρτης
7. το ουδ. ως ουσ. το ρέμπελο
επανάσταση, κατάσταση ανταρσίας
8. φρ. «ρέμπελο ασκέρι»
α) όχλος, πλήθος ατάκτων
β) μτφ. τεμπέληδες, ακαμάτηδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. rebelo. Η λ. με αρχική σημ. «αντάρτης, ανυπότακτος, επαναστάτης» εξελίχθηκε «επί κακῷ» στη σημ. «άτακτος, αλήτης, άσκοπος, ακατάστατος» απ' όπου «τεμπέλης, ακαμάτης, αργόσχολος»].