αμοιρία

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

και -ιά, η άμοιρος
το να μην έχει κανείς καλή μοίρα, ατυχία, κακοτυχία.