ανάρια

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

επίρρ. ανάριος
1. σε αραιά διαστήματα
2. κάπου κάπουανάρια ανάρια το φιλί για να’ χει νοστιμάδα» — η συχνή επανάληψη καταντάει βαρετή
3. αργά αργά.