Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανήφορος

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνήφορος)
1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός
2. δυσκολία, δοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το -η-της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε αντί κατάφερε) του ρ. καταφέρω.