αναβαθμίδα

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναβαθμίς)
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. μικρή φορητή σκάλα
2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαθμίς].