βαθμίς
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
ἡ, gen. ίδος Pi.N.5.1, ῖδος AP7.428.4 (Mel.):—
A step or threshold, ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο Pi.P.5.7, cf. J.AJ15.11.5; cf. βασμίς.
II base, pedestal, Pi.N.5.1.
2 socket, Hp.Fract.2: generally, hollow in a joint, ib.37.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): βασμίς Paus.8.6.4
• Morfología: [gen. -ῖδος AP 7.428 (Mel.)]
1 peldaño, escalón ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο Pi.P.5.7, ἡ ... πρόσβασις ἔστω μὴ διὰ βαθμίδων I.AI 4.201, ἡ κάθοδος εἶχεν ... βασμίδας Paus.l.c.
•grada de un teatro, Hero Stereom.42, 43, ἔστρωσεν σὺν βαθμεῖσι hizo el pavimento con gradas, IGLS 4034 (II d.C.).
2 pedestal, base de una estatua ἀγάλματ' ἐπ' αὐτᾶς βαθμίδος Pi.N.5.1, cf. AP l.c.
3 anat. cavidad de una articulación τὸ δὲ τοῦ βραχίονος ... ἄρθρον ... βαθμίδας πλείονας ἔχον Hp.Fract.37, donde se aloja el hueso ἐν τῇ τοῦ πήχεος βαθμίδι Hp.Fract.2, cf. Gal.18(2).349, 617, 860.
4 fig. βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων Hsch.
German (Pape)
[Seite 423] ίδος, ἡ, 1) Fußgestell einer Bildsäule, Pind. N. 5, 1; Mel. 123 (VII, 428) βαθμῖδος. – 2) Schwelle, Pind. P. 5, 7 αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο, vom ersten Anfang des Lebens. – 3) Treppenstufen, Ioseph. – 4) die Höhlungen in den Knochengelenken, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ίδος ou ῖδος (ἡ) :
I. fondement, base :
1 piédestal;
2 cavité sur laquelle s'appuient et où s'emboîtent les os;
3 fig. début, commencement;
II. degré.
Étymologie: βαίνω.
English (Slater)
βαθμῐς
1 first step οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ i. e. pedestal (N. 5.1) met., κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βᾰθμίδων ἄπο (ἀπ' ἀρχῆς τοῦ βίου. Σ: threshold L & S, but cf. Suidas, νύσσα· βαθμίς) (P. 5.7)
Greek Monolingual
η (AM βαθμίς, Μ και βασμίς) βαθμός
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. η θέση του καθενός από τους επτά φθόγγους της διατονικής κλίμακας ως προς τον βασικό φθόγγο ή «βάση» της, την τονική
2. η θέση που καταλαμβάνει κάποιος στην κοινωνία, και ειδικότερα στην πολιτική ή στρατιωτική ιεραρχία
3. (μηχανολ.) η οδοντωτή προεξοχή σε τροχό μηχανής
4. (τοπογρ.) απότομη πτώση του εδάφους, που εκτείνεται οριζόντια ή πλάγια
5. χαρακτηριστική διαμόρφωση του εδάφους σε μεταλλείο ή λατομείο που γίνεται για εκμετάλλευση με ορισμένη μέθοδο
6. η μεταβολή που εμφανίζει ένα μετεωρολογικό στοιχείο ανά μονάδα απόστασης
7. φρ. «βαθμίδες» ή «βαθμίδες επιτόνου» — μικρά κομμάτια σχοινιού που δένονται οριζόντια μεταξύ επιτόνων και χρησιμεύουν για την αναρρίχηση των ναυτικών και χειριστών των ιστίων, σκαλιέρες
αρχ.
1. βάση, υπόβαθρο αγάλματος
2. κοιλότητα άρθρωσης των οστών.
Greek Monotonic
βαθμίς: ἡ, γεν. -ίδος και -ῖδος, σκαλοπάτι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βαθμίς: ίδος и ῖδος ἡ
1 постамент, пьедестал Pind., Plut., Anth.;
2 pl. основание, начало (αἰῶνος = βίου Pind.).
Middle Liddell
a step, Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθμίς -ίδος of -ῖδος, ἡ βαίνω
1. trede.
2. voetstuk, sokkel.
3. geneesk. (gewrichts)holte.