αναδιοργανώνω

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

διοργανώνω εκ νέου, τροποποιώ την υπάρχουσα οργάνωση προς το καλύτερο, οργανώνω σε νέες βάσεις, ανασυγκροτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + διοργανώνω.
ΠΑΡ. αναδιοργάνωση, αναδιοργανωτικός, αναδιοργάνωτος. Η λ. αναδιοργανώ (-όω), -ούμαι, πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον λογοτέχνη Δημήτριο Βικέλα].