Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(-άω) (Α ἀναδιφῶ)
νεοελλ.
1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα
2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως
αρχ.
αναζητώ ψηλαφίζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση].