αναθυμίζω

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

και μσν.-νεοελλ.θυμώ μεσ. αναθυμίζομαι και -θυμάμαι και -θυμούμαι ή -θυμιέμαι
1. υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον
2. (ιδίως το μέσο), φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναπολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + θυμίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναθύμισμα, αναθυμιστικός].