ανακάτωτος

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάδευση, ανακίνηση, ανατάραξη
2. αυτός που δεν έχει υποστεί ανάμιξη, αμιγής, ανόθευτος
3. αυτός που δεν αναμίχθηκε σε ξένη υπόθεση, αμέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατωτός < ανακατώνω. Η σημ. της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].