αναμιμνήσκω

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ἀναμιμνήσκω)
Ι. ενεργ.
1. θυμίζω, υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι, τον κάνω να θυμηθεί
2. ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, αναφέρω
3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀναμιμνήσκων άτομο με καθήκοντα υπενθυμίσεως
ΙΙ. παθ.
1. θυμάμαι, φέρνω στο μυαλό μου
2. (για ασθένεια) παθαίνω υποτροπή, ξαναρρωσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μιμνήσκω.
ΠΑΡ. ἀνάμνησις, αναμνηστικός
μσν.- νεοελλ.
ἀναμνηστήριος].