αναξιόμισθος

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν αξίζει μισθό, που δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή
2. αυτός που αμείφθηκε παραπάνω από την αξία της εργασίας που πρόσφερε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + μισθός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].