ανασκευάζω
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
(Α ἀνασκευάζω) σκευάζω
1. αναιρώ, ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ετοιμάζω τις αποσκευές για αναχώρηση
2. απογυμνώνω, ερημώνω, καταστρέφω
II. μέσ.
1. διαλύω το στρατόπεδο και αναχωρώ
2. διαλύομαι, χρεωκοπώ.