αναχώρηση

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀναχώρησις)
η ενέργεια του αναχωρώ
(αρχ. -μσν.) (για ασκητή) η αποχώρηση, η απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή
αρχ.
1. απομάκρυνση από κάπου, ξεκίνημα
2. τόπος κατάλληλος για υποχώρηση, καταφύγιο.