Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
-α, -ο (Α ἀνεπιτήδειος, -ον)
ακατάλληλος
νεοελλ.
αδέξιος, ανίκανος
αρχ.
1. επιβλαβής
2. μη ευνοϊκός, εχθρικός
3. δυσμενής, δυσοίωνος
4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος
5. επίρρ. ανεπιτηδείως πράττω
είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ.