ανησυχώ

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual


1. βρίσκομαι σε ανησυχία, σε αγωνία, φοβούμαι
2. μεταδίδω σε κάποιον την ανησυχία μου, τον κάνω να ανησυχεί
3. είμαι αναστατωμένος ή προκαλώ αναστάτωση.