ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
ἀνθέλκω (Α)
1. έλκω σύρω, τραβώ κάτι αντίθετα
2. τραβώ προς το μέρος μου
3. μτφ. εναντιώνομαι, αντιδρώ, προβάλλω αντίσταση.