ανθρωπισμός

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωπισμός)
νεοελλ.
1. η κλασική παιδεία και η ενασχόληση με τα κλασικά γράμματα
2. το μορφωτικό ιδεώδες που αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα και αποβλέπει στην καλλιέργεια και την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου
3. ευγενική συμπεριφορά («δεν έχει ανθρωπισμό απάνω του»)
αρχ.
η μόρφωση, η πνευματική καλλιέργεια.