ἀνθρωπισμός

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπισμός Medium diacritics: ἀνθρωπισμός Low diacritics: ανθρωπισμός Capitals: ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: anthrōpismós Transliteration B: anthrōpismos Transliteration C: anthropismos Beta Code: a)nqrwpismo/s

English (LSJ)

ὁ, humanity, Aristipp. ap. D.L.2.70.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
humanidad, benevolencia D.L.2.70 (= Aristipp.A 1), cf. Sch.Er.Il.9.642.

German (Pape)

Menschlichkeit, menschliche Bildung, Diog.L. 2.70.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπισμός:человеческая природа или человечность Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπισμός: ὁ, (ἀνθρωπίζω) ἡ ἀνθρωπίνη μόρφωσις, τὰ ἀνθρώπινα αἰσθήματα, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἀνθρωπισμοῦ δέονται Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2.70. ΙΙ. ἡ ἐνανθρώπησις, ἡ ἀνάληψις ἀνθρωπίνης φύσεως, Ἐπιφάν. τόμ. 2., σ. 137Β.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωπισμός)
νεοελλ.
1. η κλασική παιδεία και η ενασχόληση με τα κλασικά γράμματα
2. το μορφωτικό ιδεώδες που αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα και αποβλέπει στην καλλιέργεια και την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου
3. ευγενική συμπεριφορά («δεν έχει ανθρωπισμό απάνω του»)
αρχ.
η μόρφωση, η πνευματική καλλιέργεια.