ανιδρύω

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἀνιδρύω)
νεοελλ.
1. επανιδρύω, επανασυνιστώ, αποκαθιστώ
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
αρχ.
στήνω άγαλμα ή ανδριάντα.