αντίον

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀντίον, το (AM) αντί
1. κυλινδρικό όργανο του υφαντικού ιστού, το αντί
αρχ.
ολόκληρος ο υφαντικός ιστός, ο αργαλιός.
(II)
ἀντίον επίρρ. (AM)
βλ. αντίος.