αντιβαίνω
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
Greek Monolingual
(Α ἀντιβαίνω)
νεοελλ.
βρίσκομαι σε αντίθεση, σε ασυμφωνία με κάτι, αντίκειμαι σε κάτι
αρχ.
1. βαδίζω εναντίον κάποιου, αντιστέκομαι
2. πατώ επάνω, στηρίζω τα πόδια μου επάνω σε κάτι
3. (αμτβ.) εναντιώνομαι.