αντιβαίνω

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

ἀντιβαίνω)
νεοελλ.
βρίσκομαι σε αντίθεση, σε ασυμφωνία με κάτι, αντίκειμαι σε κάτι
αρχ.
1. βαδίζω εναντίον κάποιου, αντιστέκομαι
2. πατώ επάνω, στηρίζω τα πόδια μου επάνω σε κάτι
3. (αμτβ.) εναντιώνομαι.