αντιδικία

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντιδικία) αντίδικος
διαμάχη, φιλονικία
νεοελλ.
η διεξαγωγή πολιτικής δίκης με εναντίωση του ενός διαδίκου στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα του άλλου.