αντιστρέφω

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

ἀντιστρέφω)
αλλάζω διεύθυνση, διάταξη ή σχέση σε κάτι
αρχ.
1. στρέφω κάτι προς το αντίθετο μέρος
2. στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω μεταβολή
3. στρέφω το επιχείρημα κάποιου εναντίον του
4. (για όρους συλλογισμού) αλλάζω θέση
5. αρμόζω αντίστροφα προς ένα σκοπό ή προς άλλον
6. (-ομαι) αντίκειμαι, βρίσκομαι σε αμοιβαία αντίθεση με κάτι.