αντιτάσσω
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
Greek Monolingual
(Α ἀντιτάσσω κ. -ττω)
1. προβάλλω κάτι εναντίον άλλου για άμυνα
2. αντιπαρατάσσω τον στρατό εναντίον των εχθρών
3. (-ομαι) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι
αρχ.
(-ομαι) αντιπαραβάλλω, συγκρίνω.