ανυσιεργός

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

ἀνυσιεργός, -όν κ. ἀνυσίεργος (Α)
αυτός που προάγει ένα έργο, ο φιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανύωεκτελώ, φέρω σε πέρας, κατορθώνω») + -εργος < έργον].