αξίωση

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

(AM ἀξίωσις) αξιώ
1. απαίτηση που βασίζεται σε δικαιώματα
2. (γενικά) απαίτηση
νεοελλ.
φρ. «έργο αξιώσεων» — αξιόλογο, ανώτερου επιπέδου έργο
αρχ.
1. το να θεωρείται κάτι άξιο, καλό
2. το να θεωρείται κάποιος άξιος
3. υπόληψη
4. χαρακτήρας
5. γνώμη, αρχή, αξίωμα
6. φρ. «ἀξίωσις ὀνομάτων» — καθιερωμένη σημασία των λέξεων.