απάρχομαι
From LSJ
ἀπάρχομαι (AM)
1. θυσιάζω πρώτος, κάνω την αρχή της θυσίας
2. προσφέρω, αφιερώνω
3. αρχίζω, κάνω την αρχή
αρχ.
1. κόβω μέλος ή μέρος από κάτι
2. προσφέρω απαρχές
3. διαλέγω ή προσφέρω ό,τι καλύτερο υπάρχει
4. κάνω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο
5. (μτχ.) οἱ ἀπηργμένοι
οι ευνούχοι.