απαλείφω

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

ἀπαλείφω)
1. εξαλείφω, σβήνω, διαγράφω
2. καταργώ, ακυρώνω κάτι
αρχ.
1. σβήνω, διαγράφω κάτι από επίσημο κατάλογο
2. απαλλάσσω
3. αφαιρώ κρυφά, σφετερίζομαι μέρος από τις καταθέσεις.