απειρία

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]](Ι)]
έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα.
(II)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]] (II)]
το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί
αρχ.
1. αιωνιότητα
2. άπειρο διάστημα.